- βολιδοσκόπηση
- η1. η εξέταση του βυθού της θάλασσας με βολίδα2. η προσπάθεια να διαγνώσει κανείς με τρόπο τις σκέψεις κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < βολιδοσκοπώ. Η λ., στον λόγιο τ., βολιδοσκόπησις, μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Νικ. Κοντόπουλου].
Dictionary of Greek. 2013.